( Ιστορία λίγο “φανταστική” … δώσεις πραγματικότητας
στιγμές που όλοι μπορεί να βιώσουμε κάποια μέρα στην ζωή μας
Ξένος,
λόγια που υποθηκών από τον ίδιο
ίσως, “κρότος”
“χτύπημα κοινωνίας” )
(Είχε γραφτεί σαν μέρος προσπάθειας…
Ημερομηνία Πρώτης Γραφής: _ / 11/2013)
Τον είδα,
περπατούσε πλάι μου
ήταν τόσο σκεφτικός σαν κάτι να τον βασάνιζε
σαν κάτι να του φώναζε ΕΙΣΑΙ ΞΕΝΟΣ.
Κατέβηκε την Πατησίων
έψαχνε, συνέχεια έψαχνε
δεν γνώριζε αν έπρεπε να τους βρει
Τι ήταν αυτό που έπρεπε να βρει δεν μου το ‘πε
Ύστερα ανέβηκε την Πανεπιστημίου,
έφτασε στο Σύνταγμα
Ήθελε να φύγει,
ήθελε να ηρεμήσει, να μείνει μόνος του και ας μην ήτανε μόνος του ποτέ
Μπήκε στο τραμ
έκατσε σε μια γωνία
Δεν κοίταζε κανέναν
μα ένιωθε χιλιάδες μάτια να τον κοιτάνε
να τον καρφώνουν
να τον δείχνουν, να τον περιγελούν
ήταν τόσο διαφορετικός
τόσο αδύναμος, φοβόταν
Άκουσε γέλια,
«Μαζί μου γελάνε» μου φώναξε
σαν σοβαρός κλόουν
Εγώ τον άκουσα,
Δεν τον άκουσε κανείς άλλος
Η ώρα περνούσε,
στο μυαλό του όλα στροβιλίζονταν
γύριζαν, μπερδεύονταν αναμεταξύ τους,
Τι να πρώτο ξεκαθαρίσει;
Μια γριά μπήκε στο τραμ, ζητούσε ελεημοσύνη
στάθηκε δίπλα του,
αυτός ούτε που την κοίταξε
μόνο τα λόγια της έφταναν σαν μήνυμα ασυρματιστή στον «κόσμο» του,
δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς δεν ήταν σε θέση
αδιαφόρησε
επιφανειακά αδιαφόρησε,
μα η σκέψη του γέμισε με, ακόμη, μεγαλύτερη οδύνη
η γριά τον έβρισε,
του μίλησε χυδαία, τον έβρισε, τον καταράστηκε
Αυτός ούτε βλεφαρό δεν κούνησε,
(για αυτόν ήταν εκείνη την στιγμή μια άξεστη γριά)
το ίδιο και εγώ, ήμασταν μαζί
αυτός οδηγούσε.
Μετά από κάποια λεπτά
χάθηκε, η φωνή της χάθηκε και αυτή το ίδιο,
μπορεί να κατέβηκε
μπορεί και όχι, απλά να αποφάσισε να σωπάσει
Σκέψεις, εικόνες, φώτα
είχε κιόλας νυχτώσει
Κοίταζε έξω, κανέναν άλλο
Μου χαμογέλασε τόσο μουντά, τόσο άχρωμα
ψέματα του φώναξα, δεν χαμογελάς
και ας μου χαμογελούσε
ήξερε, ήξερα
Ξαφνικά τον είδα να σηκώνεται,
σηκώθηκα και εγώ
Κοίταζε την θάλασσα
αποφάσισε να κατέβουμε
Είχε τόση ψύχρα εκείνη την μέρα
και κόσμο πολύ, Θυμάμαι
μα δεν δώσαμε σημασία
Περπατούσαμε
νιώθοντας την θάλασσα να μας καλεί
άκου
αυτό κάναμε
κάτσαμε σε μία γωνία δίπλα της
τόση γαλήνη
Για μια στιγμή έβγαλε το σημειωματάριο μας
Έγραψε μια φράση «Φεύγω …»
και ύστερα τον είδα να στέκεται,
να περπατά, να βουτά
να χάνεται στο βυθό της
Ήταν Ο ΙΔΙΟΣ μου Ο ΕΑΥΤΟΣ
Δεν τον ήθελαν, ήταν ξένος
μα και αυτός που έμεινα πάλι ξένος τους θυμίζει
Από τότε ταξιδεύω στις θάλασσες όταν θέλω να τον δω
ξέρω
θα ‘ναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι,
‘Έγινε αερικό με φανταστικά φτερά
Ήμασταν δύο ξένοι,
έμεινα ένας
στην θάλασσα αυτός στην στεριά εγώ