χάθηκε ύστερα
έπαψε να μπορεί.
ο εαυτός της να μπορεί δεν την άφηναν, γιατί έτσι πίστευαν πως δεν θα μπορούν εκείνοι
πίστευαν πως κάτι ήξεραν.
να την τείνουν προς ολοκλήρωμα θανάτου επιθύμησαν διότι μονάχα αυτό μπορούσαν
πάντα καμώνεται τον προστάτη για να σου δείχνει ότι υπερέχει
αποζητά το πνεύμα το δικό του να κυριαρχεί σε κάθε όν
κτίζει φράγματα μεταξύ των θέλω και των μπορώ
επειδή εκείνος δεν μπόρεσε για να μην μπορεί κανείς
και δεν στέκεται ποτέ σαν άνθρωπος ανθρωπιστής παρά μονάχα όταν έχει ότι θέλει εις το άπειρον.
κι όλοι γνωρίζουν πως για να έχει ότι θέλει ένας, πρέπει πολλοί να θυσιασθούν … εις το βωμό
όταν θελήσεις σαν άνθρωπος στον άνθρωπο να δείξεις πως κι εσύ μπορείς να υπερέχεις
για εσένα με εσένα, σαν εχθρό του θα σε δει.
κι αν του πεις πως δεν μ’ αρέσει η εξουσία, να σε εξουσιάσει θα προσπαθεί
θεωρείς πως έχεις το δικαίωμα τις ζωές των άλλων να ελέγχεις ή να συνδέεσαι μαζί τους
πείθεις τον εαυτό σου πως βοηθάς, κι αυτό που στην πραγματικότητα κάνεις είναι να σκοτώνεις, να φθείρεις, να απομακρύνεις, να καρπώνεσαι την χαρά των άλλων, να δημιουργείς ψυχώσεις,
ότι μπόρεσαν να της κάνουν, και την σκότωσαν. θα μπορούσες κι εσύ
ότι μπόρεσαν να της κάνουν, και την κράτησαν, θα μπορούσες κι εσύ
ότι μπόρεσαν να της κάνουν , και τους μίσησε, θα μπορούσες κι εσύ
ότι μπόρεσαν να της κάνουν, και τους αγάπησε, θα μπορούσες κι εσύ
ότι μπόρεσαν να της κάνουν, και την έζησαν, θα μπορούσες κι εσύ
αν ήσουν εκεί
κι αν εκείνη, ίσως, προκαλούσε
η κοινωνία της ανουσιότητας την περικύκλωσε φορώντας το φιλικό της πρόσωπο
της είπε είμαι κι εγώ εδώ, για να μπορείς κι εσύ
πότε δεν την πίστεψε
όταν την προκαλούσε
εκείνη αδιάφορη, αποζητούσε την ελευθερία της
και την πάψη της κυριαρχίας σου πάνω της
το βράδυ εκείνο τα γέλια της αθλιότητας συμπίεσαν το νοητικό της σύστημα, προσπαθώντας να την υποτάξουν, στο υπάρχον κατεστημένο
δεν μπορούσε να τα αντέξει … δεν αποζητούσε άλλη επιβεβαίωση
ήθελαν να την σκοτώσουν. Δεν θα μπορούσαν να την κατανοήσουν ποτέ.
Προσπαθούσαν να την συγχρονίσουν με το δικό τους
κι εκείνη το δικό τους δεν το ήθελε
δεν θα μπορούσε να θέλει ποτέ το δικό τους, την σκότωνε. την αδρανοποιούσε
την καθιστούσε μαριονέτα μαριονέτας που ουδέποτε είχε όραμα, όργανο οργάνου άχρηστου για το υπάρχον, ή για το μελλούμενο, την έκλεβε. της έστηνε εμπόδια.
Άλλος ήταν ο προορισμός της, κι αφού προς αλλού την έτειναν. Αποφάσισε όντας αδύναμη και μη μπορώντας τη μάχη να κερδίσει. να πεθάνει.
Άφησε τα γέλια της βδέλλας αθλιότητας να την καταπιούν, πριν προλάβουν να την υποτάξουν …