__
στη βουή τούτου του χρόνου, στα όρια της νιωτης μου, η σιωπή σου, ελκυστικό γεμάτο άγγιγμα θυμίζει. Μπορώ να στέκω και να την ακούω. Μπορώ να περπατώ στις ακτές της. Έκοψα κλαράκια από το δέντρο της μνήμης κι έφτιαξα μια σανίδα, για να μπορώ να επιπλέω στα βάθη της θάλασσα των λέξεων της. Δεν έχω μάθει να κολυμπώ, ίσως φταίει που δεν την εμπιστεύομαι. Δεν φταίει αυτή, εγώ … που φοβάμαι να την εμπιστευτώ, δεν έχω μάθει να την εμπιστεύομαι, κι όταν κάτι δεν το μαθαίνεις νωρίς, αργότερα θυμάσαι πως έχεις κάτι άλλο να μάθεις. και κάτι άλλο, και κάτι τίποτα …κι ύστερα δεν σε νοιάζει, γιατί συνήθισες να σου αρκεί. ή όχι, απλά λες δεν ήρθε η ώρα ακόμη, η κατάλληλη.
Είν’ και το δένδρο, με τα τόσα κλαράκια, έτσι άφησε με να περάσω το χρόνο, στο καφέ τους μαζί σου, …