«Θέλω να γίνομαι φως κι όχι σκοτάδι», είπε η Νόρα στην Αρετή, πριν βουτήξει. Η ανταριασμένη θάλασσα της έμοιαζε οικεία, γι’ αυτό δε τη φοβόταν. Είχαν έρθει το προηγούμενο βράδυ στο νησί, μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, γι’ αυτό τις ακολούθησα. Πριν με γνωρίσουν ήμουν μια άγνωστη σκιά, μια οικεία φυσιογνωμία που δεν ήξεραν, δε γνώριζαν γιατί πρόεκυπτε να έχουν τόσες κοινές συναντήσεις μαζί της. Επιδίωξα να τις γνωρίσω, ήθελα να θελήσουν κι αυτές, ήθελα τη πρώτη τους κίνηση. Είτε από περιέργεια κι απορία, είτε από φόβο. Συχνά γεννά φόβο, να συναντάς το ίδιο πρόσωπο, όταν δε το γνωρίζεις, υπό αυτές τις συνθήκες. Κι είναι κάτι που μπορούσα να γνωρίζω. Μέρος πιθανών ενδεχομένων αποτελεί, στο τι θα μπορούσαν να υποθέσουν, στο τι υπέθετα. «Νόρα, κάτω από την άμμο ζουν μικροί σκορπιοί, βγαίνουν τη νύχτα, διάβασα. Πάμε να δούμε τη χώρα!». Με μια πινέζα τρύπησα τη ρόδα της μηχανής μου, την είχα πετάξει νωρίτερα στο σημείο απ’ οπού ήξερα ότι θα περάσουν, θα περνούσα κι εγώ. Τίποτα δεν έγινε κακοπροαίρετα. Κατά τη γνώμη μου δηλαδή. Το να ζω χρόνια σ’ ένα νησί που θυμίζει έρημο μου δημιούργησε την επιθυμία να θέλω ότι ενδιαφέρον, να δημιουργώ τις συνθήκες όπου στη τύχη δε μπορούσαν να αφεθούν. Έτσι γνωριστήκαμε. «Να σου διαβάσω ξανά τη δεύτερη σελίδα, από το τρίτο κεφάλαιο Ισίδωρε;». Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα, ένα εικοσιτετράωρο ολόκληρο κράτησε η δεύτερη σελίδα από το τρίτο κεφάλαιο. Είχαμε γράψει μαζί εκείνο το βιβλίο, μόνο μια βδομάδα χρειαστήκαμε για τις 66 σελίδες που το αποτελούσαν. Μιλάω σε παρελθόντα χρόνο γι’ αυτό καθώς έπειτα έπαψε να υπάρχει. Καμιά επιθυμία έκδοσης του δε μας διακατείχε. Ενδιαφέρον, περισσότερο, μας φάνηκε το ταξίδι. Ο προορισμός συγκεκριμένη φράση. Τη γνωρίζαμε ήδη. Ήταν ένα κίνητρο, σαν όλα όσα χρειάζονται. Προοπτική που τοποθετούσε η τριαντακοστή τρίτη σελίδα διαιρεμένη με τον εαυτό της στην εισαγωγή. Κάθε συλλαβή της εμφανιζόταν ως σύλληψη απεγνωσμένης προσπάθειας να βρεθεί ένα πέρας στο άπειρο των δυνατών ηχητικών συνδυασμών. Αδιάφορα, τίποτα, θα μπορούσαν να σημαίνουν. Χρόνια κρατούσα αποστάσεις. Διατηρούσα τοίχους. Η Νόρα είπε, παρέμενε ανοιχτή στη ψυχή, το βράδυ εκείνο. Αδύνατο για μένα, πριν τη στιγμή εκείνη. Τόσο οικεία, δεν είχα αισθανθεί ξανά, όλες οι σκέψεις που έψαχναν την κατάλληλη στιγμή να μοιραστούν, αφέθηκαν, ανταγωνίστηκαν τη ροή του καταρράκτη, πήραν τη μορφή του, κι ύστερα, ένα κι εγώ με εκείνες, ή εκείνες ένα με εμένα, σχημάτισαν τη τελευταία φράση της 23 σελίδας «αν υπήρξε χθες οπού δε ζήσαμε στιγμές, αύριο θα ανατείλουμε τη δύση».
Τα ξύλα στο τζάκι, με μορφή άλλη, εκείνη της στάχτης, ξεχάστηκαν. Άδεια δοχεία κεριών, περιμένουν τάχα την αναγέννηση τους, ή μένουν για να θυμίζουν ό,τι υπήρξαν. Τα δωμάτια μυρίζουν υγρασία, η σκόνη πέπλο, κρύβει μια ιστορία, την ιστορία του χρόνου που χάθηκε. Ονειρεύτηκα τη σοφίτα γεμάτη πίνακες από θειάφι, να μυρίζουν θυμίαμα και γιασεμί. Το κάρβουνο παρέμενε σε κομμάτια στη πρωταρχική τους συσκευασία. Κάποτε είχε χρώμα η καθημερινότητα μου, ύστερα, απέκτησε σκοτάδι. Εκείνο με παρακίνησε να επιλέξω τη πρωταρχική συσκευασία. Την ένδυση μου. Έντυσα την έντυπη εικόνα μου, την άτυπη οικογένεια μου, το Λουκά, τη Νόρα, την Αρετή… ο Λουκάς δεν ήταν, είναι, παραμένει και δε μπορεί να βρεθεί. Εννοώ δεν υπάρχει υλικά, τον γνωρίζω συχνά ξανά και ξανά από την αρχή. Με ακολουθεί σε κάθε βάθος.
Ελεύθερα του φόρεσα δεσμά, ένιωσα πως μονάχα δική μου ευθύνη αποτελούσε η ανεύθυνη απουσία της εικόνας του. Η φαινομενική απουσία της παρουσίας του. ‘Όπως κάθε “σκιά” του παρελθόντος, έτσι κι αυτός, τι κι αν υπήρξε σε εκείνο, χάθηκε ύστερα, κι έμεινε εκείνο που θέλησα να με συντροφεύει, στη μοναξιά μου, όπως επέτρεψα στη μνήμη μου να τον θυμάται. Στη θάλασσα η Αρετή είχε πατήσει αχινό, θυμάμαι, ήμουν μαζί της, με είχαν προσκαλέσει. Ο Λουκάς θα καθόταν στην άκρη αμέτοχος, νιώθοντας ότι δε μπορεί να κάνει κάτι, θα τον είχε καταβάλει το άγχος, συνέβη ήταν κι αυτός εκεί, τον είδα, εγώ τον είδα, καθόταν αμέτοχος, ενώ εγώ και η Νόρα χρησιμοποιούσαμε το κουτί των πρώτων βοηθειών. Ήθελα να τον θυμάμαι κι αλλιώς, μα δεν ήθελα να τον αλλάξω. Όταν αλλάζεις κάτι σημαίνει πως δε το ήθελες. Πόσο γελοίο, πόσο κτητικό το να θες να αλλάξεις κάτι ενώ μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτό. Είχα μια σχέση στο παρελθόν, κι ήθελε αυτό ακριβώς. Εμφανίστηκε πρώτα, σύμμαχος, συνοδοιπόρος, με κοινά σημεία τομής κι, ύστερα, αποδείχθηκε απατεώνας, άλλο ήθελε, το συναίσθημα τον κρατούσε, αυτό κρατούσε κι εμένα, χρόνια ολόκληρα να σκέφτεται πότε αυτός πότε εγώ ότι «θα αλλάξει», μέγα λάθος. Και τι σημασία έχει το αν θα αλλάξει. Σημασία έχει να μπορείτε και χωρίς να αλλάξει. Εκείνο που ήταν, όπως κατάλαβα, είχα αποδεχθεί, κι όταν με έκανε να νιώθω ότι άλλο ζητάει, όταν άλλο ζητούσε, σκεφτόμουν «σήμερα είναι έτσι, αύριο θα αλλάξει». Κι ερχόταν το αύριο, μες σ’ ένα ψέμα. Αυτός ο έρωτας ώρες ώρες διαολια γεμίζει το μυαλό και τη καρδιά μας, μας κολλάει, είτε αταίριαστα κομμάτια, είτε κομμάτια ταιριαστά διαφορετικών παζλ, κι άντε να ξεκολλήσεις μετά, άντε να πεις τη θάλασσα ουρανό, τον ουρανό θάλασσα, το βράχο θάμνο, την άκρη του καπέλου κατάρτι. Επέτρεψα στη μνήμη μου να τον θυμάται όπως θέλησα κι όπως μου έδειξε ότι ήταν. «Να θυμάσαι ό,τι δεν είπε αντίο, επιστρέφει», ήταν τα τελευταία λόγια της Νόρα, καθώς έφευγε από το νησί.
Εκείνη την εποχή κάθε βράδυ για μισό λεπτό, προσπαθούσα, τις σκέψεις μου να περιπλέξω στις αναμνήσεις όσων θέλω δε βιώθηκαν. Κυνηγώντας την αποφόρτιση. Το μυαλό φίλος κι εχθρός όταν εμμονικά κοιτάζει εκείνη την αλληλεπίδραση που χάθηκε στις πιθανότητες, παύει να λειτουργεί σε αρμονία με τη καρδιά, κι αν λειτουργεί πονάει μαζί. Τι είναι ευτυχές ή δυστυχές; Το «αντίο» είχε ειπωθεί πριν το δω. Το επόμενο καλοκαίρι ήρθαν ξανά, τις είδα άλλες. Δεν ήταν. Είμαι σίγουρος. Εκείνες είχαν παραμείνει αγκαλιά. Εγώ επέστρεψα στο σκοτάδι. Ό,τι μου επέτρεψε η όραση μου είδα. Κατρακυλούσα στο χειμώνα, η βροχή έλουζε το κορμί μου. Γινόμουν θαμώνας συνοικιακών στεκιών. Κοιτούσα κατά μόνας, ελεύθερος, το έλκηθρο με τα δώρα. Κι αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα γράψει μέχρι στιγμής για εκείνα που θέλησα και ήλθαν.
[to be continue]