Ορέστης

___


Ασώματα άσματα, ακούστηκαν
πίστευε η σοφία ότι μετέφεραν την ουσία της
Ο λόγος εξιλεωμένος, αναζητούσε τη φήμη της φωτιάς
“με λένε Αφροδίτη” είπε εκείνη
ύστερα ένιωσε ένα δάκρυ του ουρανού να κυλά στο κορμί της
λίγο πριν παθιασμένα παλέψει
ζωντανή για να μείνει
στην αγκαλιά της στεριάς
Η μάχη αδυσώπητη, για χαμένη από την αρχή την είχε
ο άνεμος σε αποχή, είχε χορτάσει βιασμό, έρωτα, πίεση, παιχνίδι
του αρκούσε να τη βλέπει να αργοσβήνει, τη μαύρη γη, γέννημα θρέμμα της καμένης φύσης, τη νόθα κόρη του, μικρή θα τη κρατούσε, θα την άφηνε να πεθάνει
μην τον μολύνει, ήθελε
ξεμυάλισε τα δάκρυα του ουρανού, μετά τη πρώτη μάχη, κι ενώ η “Αφροδίτη” της φωτιάς, ξεμαλλιαζόταν, εκείνος ατάραχα το αύριο ονειρευόταν .
Μην πουν πως φταίει, είπε πως έφταιξε το πάθος …

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω