—
Απρόσιτη,
περιπλανήθηκε έως τη διπλανή καρεκλά κι ύστερα τυλίχτηκε γύρο της.
Θύμιζε ανεξάρτητη πανδαισία.
Ένας φόβος είχε κατακλύσει τα έγκατα των σκέψεων μας.
Μας τάρασε η παρουσία της κι η επιθυμία να φύγει άμεσα ήταν η μόνη που μπορούσε να μας τείνει σε κάποια δράση. Είχε πέσει για ύπνο.
Έτσι τυλιγμένη καθώς ήταν δεν θα την περιεργαζόμουν, θα προτιμούσα να φύγω πρώτη .κι ύστερα θα διέφθειρα έναν φτωχό συν τίμιο θαρραλέο νέο να την ωθήσει προς άλλον τόπο, μακριά από μας,
από εμάς που θα μπορούσαμε να την είχαμε σκοτώσει.
Είχε θαλπωρή,
πέρασε
δεν είχε περισσότερα να δώσει
μια φωτιά σιγοσβηνόταν
Επέμενε στην ίδια σιωπή, μια φωνή παράφωνη.
Μια κυρίαρχη οπτική προσπαθούσε να την διαβάλλει.
“Δε διαβάλλεται η υποκρισία”, φώναξε.
Είχε ήδη κουρνιάσει σαν σπουργίτι στο πλευρό της διαλεκτικής φθοράς, παραμιλόντας
“Κατέγραφα τις μέρες και τις νύχτες τα γεύματα που μοιραζόμουν με τους πεθαμένους θαρρώντας πως έτσι θα μάθω να ζω περισσότερο
Θα τους εξαγοράσω έλεγα, θα μου αποκαλύψουν τα μεγαλύτερα μυστικά της ζωής
δεν προλάβαινα, πριν ολοκληρώσουμε το γεύμα μας ξημέρωνε κι έπρεπε να φύγουν…
Προσπάθησα ένα βράδυ να φάω πιο γρήγορα και να πιω πιο γρήγορα, μα δεν άλλαξε κάτι. Συνέχισε η σιωπή να υφίσταται
Δεν με τρόμαζαν, θελαν παρέα όπως κι εγώ
γι αυτό έρχονταν
Ανιαρός ο χρόνος που αφιερώνεις στο τίποτα,
έγραφαν, κάθε μέρα,οι σιωπηρές συμφωνίες μας καθώς συνάπτονταν
Ένιωθα κενή άδεια στιγμή
καθώς … μιλούσα με αθωότητα και. Θαλπωρή …καθώς προσποιούμουν κάτι . αδυνατώ να σου εξηγήσω το γιατί
Συνέβαινε συχνά . πολύ συχνά και με τρόμαζε … “
Η θάλασσα ξέρει, πονάει
Γνέφει καταφατικά
Γυρίζει αρνητικά πλευρό
Συνεχίζει τον ύπνο της
θαρρεί πως όλα μέσα της έχουν τελειώσει
Όλα
Το χαμόγελο της αγκομαχά
Τα μάτια της κλείνουν
Πόσο θα θελε να χε προλάβει
Μια γλυκιά συνωμοσία