Τη γούβα την κρυφή στου λάκου το γιαπί να ψάχνω ‘γω θα ξεκινήσω
Την αγάπη και τη θαλπωρή το νιάτο τη δυνατη σιγή να κρύψω
του χάρου το δρεπάνι χάρο μόνο να βρεί
εκεί πάνου στης γη την “πεφάνια” μην ομιλεί άλλη ζωή για ορφάνια
Κακό τρανό, των χιλιάδων τις στιγμές δεκάδες να “πουλίζουν”
Θα βρω μια κρύπτη κι όταν το κακό, που θα θε κι εμέ να θυσιάσει γιατί καλό θα το ονομάζουν δεκάδες πιέσεις σε μυριάδες, πέσει, να δω το φως του ήλιου, ίσως, άμα υπάρχω ακόμη στο υπόγειο επιλέξω. Κι άμα ‘ρθεις στο υπόγειο κακό απόγειο για να μη βρεις,να ξες πουλάκι μου, βλαστάρι μου, καρδιά μου, ψυχή, το σκοτάδι οταν θε σε να κρύψει κακό δεν κάμει, ο ήλιος δε το μόνο που μπορεί για να σε κρύψει ειν’ να τυφλώσει , κι άμα δε θες να φταις για κακό που κι εχθρός σου πάθει. το σκοτάδι μπορείς να επιλέξεις. Είναι αυτό που μπορείς να καταλάβεις. Μυστικά μονάχα ‘κείνοι που μέσα σε αυτό βρεθούν μπορούν να κρύβουν εκείνο όχι, εκείνο μπορεί μονάχα εσέ’ κι εκείνους, ναι! να κρύψει.
Αθήνα, 2018